σαλπίγγιον
Look at other dictionaries:
σαλπίγγιον — tube neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπίγγιον — τὸ, ΜΑ [σάλπιγξ, ιγγος] μσν. είδος ένυδρου φυτού, ἱππουρίς* αρχ. (με υποκορ. σημ.) μικρή σάλπιγγα … Dictionary of Greek
σαλπιγγίου — σαλπίγγιον tube neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)